ελοθάλασσα

ελοθάλασσα
η лиман

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ελοθάλασσα" в других словарях:

  • ελοθάλασσα — η αβαθής λιμνοθάλασσα …   Dictionary of Greek

  • ελοθάλασσα — η λιμνοθάλασσα πολύ άβαθη, που συχνά μεταβάλλεται σε τελματώδη έκταση, σε παραθαλάσσιο έλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»